- συνεισδίδωμι
- Α1. επιτρέπω, παραχωρώ κάτι μαζί με κάτι άλλο2. επιδίδω συγχρόνως στον δικαστή.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + εἰσδίδωμι «προτείνω, πληροφορώ, ειδοποιώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνείσδοσις — όσεως, ἡ, Α [συνεισδίδωμι] η από κοινού υποβολή δικογράφου σε δικαστήριο … Dictionary of Greek